Ο Κοσμήτορας της Βουλής και Βουλευτής Δωδεκανήσου Βασίλης Α. Υψηλάντης, ήταν ο εισηγητής του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Ενίσχυση του συστήματος ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και Δηλώσεων Οικονομικών Συμφερόντων του ν. 5026_2023 - Τοποθέτηση αλλοδαπού ανηλίκου σε ίδρυμα, δομή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια - Αναψηλάφηση λόγω έκδοσης οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - Εναρμόνιση με τον ν.4624_2019 της χρήσης πληροφοριών από τις Κοινές Ομάδες Έρευνας και κατά την εκτέλεση Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας - Άλλες διατάξεις».
Ο εισηγητής-βουλευτής τόνισε την ανάγκη της διαφάνειας στο δημόσιο βίο, της αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας με επίκεντρο την άμεση εξυπηρέτηση του πολίτη και της ενίσχυσης των ελεγκτικών μηχανισμών μέσω της απλούστευσης των διαδικασιών. Αυτά είπε, είναι «πάγια αιτήματα της κοινωνίας και ταυτόχρονα συνθέτουν τους αρμούς εκείνους που είναι απαραίτητοι για την κοινωνική συνοχή και τη διασφάλιση του Κράτους Δικαίου».
Επεσήμανε ότι η ετήσια Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα για το 2024, με την οποία αναγνωρίζεται ως σημαντική πρόοδος η νομοθετική παρέμβαση με την οποία εξασφαλίζεται η συμμετοχή της ίδιας της Δικαιοσύνης στην επιλογή της ηγεσίας της, αναγνωρίζονται τα σημαντικά βήματα για την ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης και την αύξηση της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας απονομής της (ενδεικτικά: αναθεώρηση του Δικαστικού Χάρτη της χώρας και νέα δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας).
Παράλληλα το γεγονός ότι στην ετήσια έκθεση επισημαίνεται η αρτιότητα της νομοθεσίας για το πόθεν έσχες που επιτρέπει την πραγματοποίηση σημαντικού ποσοστού ελέγχων.
Τα κυριότερα σημεία της ομιλίας του κ. Βασίλη Α. Υψηλάντη είναι τα ακόλουθα:
Κύριε Υπουργέ,
κύριε Υφυπουργέ,
κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
H διαφάνεια στον δημόσιο βίο, η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας με επίκεντρο την άμεση εξυπηρέτηση του πολίτη και η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών μέσω της απλούστευσης των διαδικασιών, αποτελούν πάγια αιτήματα της κοινωνίας και ταυτόχρονα συνθέτουν τους αρμούς εκείνους που είναι απαραίτητοι για την κοινωνική συνοχή και τη διασφάλιση του Κράτους Δικαίου.
Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο ικανοποιεί κατά τον βέλτιστο τρόπο τα αιτήματα αυτά, περιλαμβάνοντας δέσμη παρεμβάσεων σε σειρά σύνθετων ζητημάτων που απασχολούν τους πολίτες και τους φορείς στην καθημερινότητα τους με έμφαση στην υποβολή των δηλώσεων Πόθεν Έσχες και την ενίσχυση των ελέγχων δυνάμει του Ν. 5026/2023.
Οι διατάξεις του πόθεν έσχες έρχονται σε μια ευτυχή συγκυρία για τη χώρα μας, καθώς πριν λίγες ημέρες δημοσιεύθηκε η ετήσια Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα για το 2024, με την οποία αναγνωρίζεται ως σημαντική πρόοδος η νομοθετική παρέμβαση με την οποία εξασφαλίζεται η συμμετοχή της ίδιας της Δικαιοσύνης στην επιλογή της ηγεσίας της, αναγνωρίζονται τα σημαντικά βήματα για την ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης και την αύξηση της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας απονομής της (ενδεικτικά: αναθεώρηση του Δικαστικού Χάρτη της χώρας και νέα δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας).
Παράλληλα στην ετήσια έκθεση επισημαίνεται η αρτιότητα της νομοθεσίας για το πόθεν έσχες που επιτρέπει την πραγματοποίηση σημαντικού ποσοστού ελέγχων. Δίχως αμφιβολία, τα πορίσματα της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτελούν μια επιβράβευση του κορυφαίου έργου που επιτελείται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την Κυβέρνηση στη θωράκιση του Κράτους Δικαίου. Και δεν τα λέμε εμείς κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της αντιπολίτευσης, αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα ουδέτερο όργανο που φέρει τα εχέγγυα της αμεροληψίας και της αξιοπιστίας.
Η φετινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έρχεται να επιβεβαιώσει ότι οι προσπάθειές της Κυβέρνησης αυτής αποδίδουν και φέρνουν απτά αποτελέσματα. Εντούτοις, δεν εφησυχάζουμε, καθώς αντιλαμβανόμαστε ότι σε ένα περιβάλλον που ψηφιοποιείται ραγδαία, πάντα θα υπάρχουν κρίσιμα πεδία στα οποία πρέπει να επιταχύνουμε και να βελτιωθούμε. Αυτή είναι η απάντηση και στο ερώτημα που τέθηκε συνολικά από την αντιπολίτευση στην Επιτροπή σε σχέση με το τί άλλαξε από το νόμο 5026/2023, που ψηφίστηκε πριν από 1,5 χρόνο για το Πόθεν Έσχες μέχρι σήμερα και επιχειρούμε αλλαγές. Στο πλαίσιο αυτό με τις ρυθμίσεις του Σ/Ν (άρθρα 3 έως 18) κάνουμε όλα τα απαραίτητα βήματα προς τα εμπρός για την απλούστευση της διαδικασίας των δηλώσεων πόθεν έσχες και κατά προέκταση την αποτελεσματικότερη λειτουργία του συστήματος ελέγχου, ώστε να καταστεί περισσότερο εύχρηστο για τους υπόχρεους. Τα βήματα συμπυκνώνονται σε 2 κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι η ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ, καθώς αφενός αυξάνουμε τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς που διαλειτουργούν με το ηλεκτρονικό σύστημα της εφαρμογής ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ και αφετέρου προβλέπεται η αύξηση των πεδίων των δηλώσεων που συμπληρώνονται αυτόματα μέσω της διαλειτουργικότητας. Αυτόθροη συνέπεια της διαλειτουργικότητας η διευκόλυνση των υπόχρεων κατά τη συμπλήρωση της Δ.Π.Κ., καθώς απαλλάσσονται από την υποχρέωση συλλογής των στοιχείων της δήλωσης, τα οποία αποτυπώνονται αυτόματα στη δήλωση, μέσω των οικείων ηλεκτρονικών συστημάτων. Η δεύτερη είναι η ενίσχυση της διαφάνειας και η αναβάθμιση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των ελέγχων των Δ.Π.Κ, καθώς με την υποχρεωτικότητα της διαλειτουργικότητας και την διασαφήνιση ορισμένων διατάξεων απλοποιείται και συστηματοποιείται καλύτερα το θεσμικό πλαίσιο και διευκολύνεται σημαντικά το έργο της Επιτροπής Ελέγχου, η οποία θα έχει πληρέστερη εικόνα όλων των σχετικών πληροφοριών για τα περιουσιακά στοιχεία του ελεγχόμενου. Απαραίτητη η διευκρίνηση ότι στα πεδία που δεν παρέχεται η δυνατότητα αυτόματης συμπλήρωσης εξακολουθεί να υπάρχει η υποχρέωση του υπόχρεου για την ορθή συμπλήρωση τους και την επισύναψη των σχετικών δικαιολογητικών, όπως ακριβώς ισχύει μέχρι σήμερα.
Περαιτέρω, διασαφηνίζεται η αυτοτελής υποχρέωση των συζύγων, εν διαστάσει συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων. Σκοπός της ρύθμισης είναι η καταγραφή να γίνεται πληρέστερα με τρόπο αυτοτελή και προσωποποιημένο και έτσι δεν θα εξαρτάται η έγκριση της δήλωσης του υπόχρεου από τα προαναφερθέντα πρόσωπα.
Με το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου προβλέπεται πλέον η επιβολή και διοικητικών κυρώσεων στα νομικά πρόσωπα και οντότητες που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τις διατάξεις του νόμου ως προς την έγκαιρη διαβίβαση στην εφαρμογή των απαιτούμενων στοιχείων και δεδομένων.
Και ενώ η αντιπολίτευση στην επεξεργασία του νομοσχεδίου στην Επιτροπή αναλώθηκε σε μια ανέξοδη κριτική, σε μια αόριστη επιχειρηματολογία περί δήθεν μη καλής νομοθέτησης και σε μια απόπειρα πολιτικής εκμετάλλευσης της κυβερνητικής πρωτοβουλίας αναμοχλεύοντας ατυχείς μεμονωμένες περιπτώσεις του παρελθόντος, για τα οποία είναι γνωστό ότι υπήρξε άμεση και καταλυτική παρέμβαση της Κυβέρνησης και του ίδιου του Πρωθυπουργού, από την άλλη οι φορείς επεσήμαναν ότι το νομοσχέδιο κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, διατυπώνοντας ορισμένες επιφυλάξεις για τα άρθρα 8 και 13 (τα οποία αφορούν τον χρόνο υποβολής της Δ.Π.Κ. για τα υπόχρεα πρόσωπα από δύο έτη σε ένα έτος μετά την απώλεια της ιδιότητας ή τη λήξη της θητείας τους και τη διατήρηση των δεδομένων των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης για χρονικό διάστημα 5 ετών από τη λήξη του έτους υποβολής). Είναι ζητήματα που όπως τέθηκαν απασχόλησαν όλους μας. Μετά όμως από προσεκτική μελέτη τους οφείλω να τονίσω τα ακόλουθα: Η απάντηση στις αιτιάσεις φορέων και αντιπολίτευσης είναι ότι η διάταξη προβλέπει τον έλεγχο εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος 5 ετών, εκτός εάν κατά τη διάρκεια του ελέγχου προκύψουν ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος (παρ. 2 του άρθρ. 39). Τι απλά αναφέρει η νέα διάταξη; Ότι αν προκύψουν ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος, η προθεσμία αυτή παρατείνεται μέχρι τη συμπλήρωση της παραγραφής του εν λόγω κακουργήματος, δηλαδή 20ετία. Συνεπώς δεν υπάρχει κάποια αλλαγή στην προθεσμία.
Στην πραγματικότητα υπήρξε η ανάγκη συνταγματικά, με βάση την απόφαση 2649/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της συγκεκριμένης εναρμόνισης. Η συναφής νομοθεσία για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της
χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με την οποία ενσωματώνεται η οδηγία 2015/49 της Ε.Ε., περιέχει παρόμοιες ρυθμίσεις, επεκτείνοντας τον χρόνο διατήρησης των στοιχείων σε περίπτωση ποινικής δίωξης στη 10ετία. Ένα άλλο σημείο που έτυχε της κριτικής της αντιπολίτευσης είναι ο χρόνος υποβολής ΔΠΚ από πολιτικά πρόσωπα και μετά την απώλεια της ιδιότητας. Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου, δεν αλλάζει η ρύθμιση περί τριετίας. Επέρχεται μόνο νομοτεχνική βελτίωση (διαγράφεται ως περιττή η διευκρίνιση “με την τελική δήλωση να αφορά στο τρίτο έτος χρήσης που έπεται της απώλειας της ιδιότητας”, γιατί δημιουργούσε ερμηνευτικές δυσχέρειες). Επομένως, για τα
πολιτικά πρόσωπα ισχύει η τριετία, όπως ίσχυε και με τον ν. 3213/2003 και με τον ν. 5026/2023.
Όσον αφορά δε στα υπόλοιπα μέρη του νομοσχεδίου, κατά το στάδιο της επεξεργασίας τους στην Επιτροπή στο μεγαλύτερο μέρος τους έτυχαν θετικής αποδοχής με κάποιες βέβαια εξαιρέσεις.
Ειδικότερα, στο τρίτο μέρος με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις αρμόδιος Εισαγγελέας για την τοποθέτηση του αλλοδαπού ανηλίκου σε δομή δεν είναι πλέον ο Εισαγγελέας του Τμήματος Ανηλίκων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, αλλά ο Εισαγγελέας Ανηλίκων και, όπου δεν υπάρχει, ο Εισαγγελέας
Πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας του παιδιού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της γεωγραφικής απόστασης του Εισαγγελέα Ανηλίκων Αθηνών από τις δομές παιδικής προστασίας ολόκληρης της επικράτειας, ώστε να διασφαλιστεί ο ουσιαστικός έλεγχος των δομών στις
οποίες τοποθετούνται οι ανήλικοι αλλοδαποί. Διατυπώθηκε η ένσταση από την αντιπολίτευση ότι προκρίνεται η αρχή της εγγύτητας έναντι της αρχής της διασφάλισης των συμφερόντων του παιδιού, με αιτιολογικό ότι κατά τεκμήριο οι εισαγγελείς ανηλίκων έχουν μεγαλύτερη εξοικείωση και γνώση των σύνθετων αυτών ζητημάτων, σε σχέση με τους κατά τόπο εισαγγελείς Πρωτοδικών. Εμείς
λέμε ότι η αρχή της εγγύτητας δεν αποκλείει την αρχή της διασφάλισης των συμφερόντων του παιδιού, αλλά αντίθετα την προάγει και την υπηρετεί με τον βέλτιστο τρόπο, αφετέρου οι εισαγγελείς πρωτοδικών, όπου δεν έχουμε εισαγγελείς ανηλίκων, ασκούν τις διώξεις και εκδικάζουν τις υποθέσεις που αφορούν ανήλικους, άρα έχουν και επαρκή γνώση και εμπειρία, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα σχετικά ζητήματα. Σημειωτέον, ότι το αίτημα αυτό έχει διατυπωθεί από δύο φορείς, τη Διεύθυνση Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής και από τον Συνήγορο του Πολίτη, όπως μας ενημέρωσε ο κ. Υφυπουργός στην Επιτροπή.
Εξόχως σημαντικές και ενισχυτικές του Κράτους Δικαίου είναι οι ρυθμίσεις του τέταρτου μέρους, οι οποίες έγιναν ομόφωνα αποδεκτές από τους φορείς και την αντιπολίτευση, με τις οποίες με την προσθήκη 11ης περίπτωσης στο άρθρο 544
του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται η αναψηλάφηση της δίκης στην περίπτωση έκδοσης οριστικής απόφασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την οποία κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Γιατί είναι σημαντική η ρύθμιση αυτή? Διότι εφεξής παρέχεται η δυνατότητα ένα νομικό γεγονός όπως η οριστική απόφαση του ΕΔΔΑ να ανατρέψει το δεδικασμένο και να αναψηλαφηθεί η εθνική δίκη. Με τον τρόπο αυτό συμμορφώνεται η χώρα μας και στο πεδίο των ιδιωτικών διαφορών με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Με το πέμπτο μέρος εναρμονίζεται η εθνική νομοθεσία με Ευρωπαϊκές Οδηγίες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της
πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.
Τέλος, το έκτο μέρος αφορά διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, δια των οποίων πληρώνονται κενά και αποκαθίστανται εφαρμοστικές και ερμηνευτικές δυσλειτουργίες, που ανέκυψαν από την εφαρμογή των τροποποιούμενων νομοθετημάτων, ενώ το έβδομο μέρος περιλαμβάνει διατάξεις για την αντιμετώπιση επειγόντων ζητημάτων αρμοδιότητας των Υπουργείων Εσωτερικών, Προστασίας του Πολίτη, Μετανάστευσης και Ασύλου και Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Από το έκτο μέρος, επισημαίνω την διάταξη του άρθρου 34 για την υπηρεσιακή κατάσταση δικαστών και εισαγγελέων και το σύστημα προαγωγής των δικαστικών λειτουργών, με το οποίο συμφωνεί πλήρως η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και τα άρθρα 39, 40 και 41, με τα οποία ανακατανέμονται οι δικαιοδοτικές, ελεγκτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου στα υφιστάμενα τμήματα του δικαστηρίου.
Από το έβδομο μέρος, οφείλω να ξεχωρίσω 2 σπουδαίες ρυθμίσεις: αφενός το άρθρο 45 με το οποίο ενισχύεται η επιχειρησιακή ικανότητα της Ελληνικής Αστυνομίας στην Αττική και Θεσσαλονίκη μέσω της παροχής οικονομικής ανταμοιβής στο ένστολο προσωπικό, αφετέρου τις ρυθμίσεις που αφορούν
ζητήματα πολιτών τρίτων χωρών, οι οποίες κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, όπως τόνισε και η κυρία Εύα Τζαβαλά, Συντονίστρια του Επιστημονικού Προσωπικού της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και δη την ρύθμιση της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας σε βάρος του οποίου εκδίδεται απόφαση επιστροφής, ρυθμίζοντας το μέτρο της κράτησης ως μέσο έσχατης ανάγκης προκειμένου να διασφαλιστούν οι αρχές της προσφορότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του διοικητικού μέτρου της κράτησης.
Εν κατακλείδι, οι κείμενες ρυθμίσεις συνιστούν ένα σύγχρονο και συνεκτικό πλαίσιο, το οποίο απλοποιεί και επιταχύνει διαδικασίες και κυρίως, διαμορφώνει συνθήκες διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου για τους πολίτες, επιλύοντας ταυτόχρονα ζητήματα που είχαν ανακύψει και ενισχύοντας τον ρόλο της χώρας μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, υιοθετώντας παράλληλα οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γι’ αυτό και υπερψηφίζουμε το νομοσχέδιο.
Ευχαριστώ πολύ.